- πτερώ
- πτερόνfeathersneut nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτερώ — πτερῶ, όω, (ΝΜΑ [πτερόν] νεοελλ. φρ. «πτέρωσον» ναυτ. παράγγελμα προς τους κωπηλάτες να φέρουν τα κουπιά σε οριζόντια θέση ακινησίας μσν. αρχ. 1. δίνω φτερά σε κάποιον, κάνω κάποιον φτερωτό (α. «ἔπειτα δ ὅπως φρονίμως πρὸς ἄνδρ ὁρῶν πτερώσεις»,… … Dictionary of Greek
πτερῶ — πτερόν feathers neut gen sg (doric aeolic) πτερόω furnish with feathers pres subj act 1st sg πτερόω furnish with feathers pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερῷ — πτερόν feathers neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πτέρω — Πτέρης masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτέρω — πτερόω furnish with feathers pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) πτερόω furnish with feathers imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερῶι — πτερῷ , πτερόν feathers neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek
αναπτερώνω — και αναφτερώνω (Α ἀναπτερῶ, όω) δίνω κατά κάποιον τρόπο φτερά, ενθουσιάζω, ενθαρρύνω, ενισχύω αρχ. Ι. (ενεργ. (1. (για πτηνά) δίνω φτερά σε κάποιον, τόν κάνω να φτερουγίσει, να πετάξει 2. ανορθώνω, σηκώνω 3. δημιουργώ έξαρση σε κάποιον, ερεθίζω,… … Dictionary of Greek
κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek
πτέρωση — η / πτέρωσις, ώσεως, ΝΜΑ [πτερῶ] νεοελλ. ναυτ. η ακινησία τών κουπιών σε οριζόντια θέση για να αναπαυθούν οι κωπηλάτες ή για να λάβουν οδηγίες αρχ. 1. το σύνολο τών φτερών, το πτέρωμα (α. «πτέρωσις γὰρ ἡ τῆς ψυχῆς πνεῡμα τέλειον», Τατιαν. β. «καὶ … Dictionary of Greek